Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ατρίακτος — ἀτρίακτος, ον (Α) ακατάβλητος, ανίκητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + τριάζω «νικώ τρεις φορές σε αγώνα»] … Dictionary of Greek
ἀτρίακτος — unconquered masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)